αεραποθήκη

Greek Monolingual

η τεχνολ.
δεξαμενή αποθηκεύσεως αέρα για βιομηχανική ή άλλη χρήση (π.χ. στα υποβρύχια). Ειδική περίπτωση μικρής αεραποθήκης είναι η αεροφιάλη.