Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αεριοειδής
Greek Monolingual
-ές ο όμοιος με αέρα, αυτός που βρίσκεται σε αέριακατάσταση, λεπτός, αερώδης. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<αέριο+ παραγ. κατάλ. -ειδής<είδος απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeux].