αεριστήρας

Greek Monolingual

και αεριστής, ο αερίζω
1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.)
2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση του αέρα είναι δύσκολη ή σχεδόν αδύνατη (πρβλ. φεγγίτης).