αερογέννητος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που γεννήθηκε, που δημιουργήθηκε από τον αέρα
(κυρίως με μτφ. σημ.) ο δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο, κενός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + γεννητός < γεννώ].