αηδονολαλώ

Greek Monolingual

1. τραγουδώ γλυκά σαν αηδόνι, γλυκολαλώ
2. (ειρωνικά) φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδόνι + λαλώ.
ΠΑΡ. αηδονολάλημα].