ἀθανατίζω (Α) ἀθάνατος1. κάνω ή θεωρώ κάποιον αθάνατο, απαθανατίζω2. παθ. είμαι ή γίνομαι αθάνατος3. είμαι ή θεωρώ πως είμαι αθάνατος4. αποβάλλω από τον εαυτό μου το θνητό μέρος.