αθανατίζω

Greek Monolingual

ἀθανατίζω (Α) ἀθάνατος
1. κάνω ή θεωρώ κάποιον αθάνατο, απαθανατίζω
2. παθ. είμαι ή γίνομαι αθάνατος
3. είμαι ή θεωρώ πως είμαι αθάνατος
4. αποβάλλω από τον εαυτό μου το θνητό μέρος.