Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
(Α ἀπαθανατίζω)
νεοελλ.
δίνω σε κάτι αθανασία, το διατηρώ με την τέχνη, τη φωτογραφία κ.λπ.
αρχ.
1. τείνω προς την αθανασία, προσπαθώ να γίνω αθάνατος
2. θεοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αθανατίζω < αθάνατος. Ο τ. αποθανατίζω οφείλεται σε εσφαλμένο χωρισμό των συνθέτων της λέξης].