αθυμώ

Greek Monolingual

(I)
(-έω) (Α ἀθυμῶ) ἄθυμος
κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι
αρχ.
φοβάμαι, ανησυχώ.
(II)
ἀθυμῶ (-όω) (Α) ἄθυμος
αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω.