αιμορραγής

Greek Monolingual

αἱμορραγής, -ὲς (Α)
αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ του ρ. ῥήγνυμι.
ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης.