αισθητοποιώ

Greek Monolingual

κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι το βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισθητός + ποιώ.
ΠΑΡ. αισθητοποίηση].