αιχμηρός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. μυτερός, οξύς, σουβλερός
2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιχμή.
ΠΑΡ. αιχμηρότητα].
-ή, -ό
1. μυτερός, οξύς, σουβλερός
2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιχμή.
ΠΑΡ. αιχμηρότητα].