Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακάνθωμα
Greek Monolingual
το Ιατρ. καλοήθης ή κακοήθης όγκος, παραγόμενος από τα πολυεδρικά (ακανθωτά) κύτταρα της βλαστικής στιβάδας της επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<acanthoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <άκανθα+ κατάλ. -ωμα].