ακανθοφόρος

Greek Monolingual

-ο(ν) (Α ἀκανθοφόρος)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που έχει επάνω του αγκάθια
«ἀκανθοφόρος ἐχῖνος» (Νόννος, Δίον. 13, 421)
2. (αγρός) όπου φυτρώνουν αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. ακανθοφορώ].