ἀκανθοφόρος
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἀκανθοφόρον,
A producing thorns, Thphr. HP 3.18.2.
2 prickly, ἐχῖνος Nonn. D. 13.421.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 espinoso ἐχῖνος Nonn.D.13.421, fig. de la sensualidad, Isid.Pel.Ep.M.78.321A.
2 que produce espinos γῆ Origenes Io.6.58, Cyr.H.Catech.2.4, Gr.Naz.M.37.1530.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθοφόρος: -ον, ὁ ἀκανθώδης, ὁ ἔχων ἀκάνθας, ἐχῖνος, Νόνν. Δ. 13. 421. 2) ὁ φέρων ἢ παράγων ἀκάνθας, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
-ο(ν) (Α ἀκανθοφόρος)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που έχει επάνω του αγκάθια
«ἀκανθοφόρος ἐχῖνος» (Νόννος, Δίον. 13, 421)
2. (αγρός) όπου φυτρώνουν αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. ακανθοφορώ].