Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακανθόλυση
Greek Monolingual
η Ιατρ. απώλεια της συνοχής τών κυττάρων της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<acanthotysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <άκανθα+λύσις (-η)].