ακατοίκητος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατοίκητος, -ον) κατοικῶ
αυτός που δεν είναι κατοικημένος
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν μπορεί να κατοικηθεί, ο ακατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία
2. μτφ. ανήσυχος, άτακτος (άνθρωπος).