ακοντοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἀκόντιον (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ ἀκόντιον, Σιμων. 106.
ἀκοντοδόκος, -ον (Α)αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκων (Ι) + -δόκος < δέχομαι.