ακροθώραξ

Greek Monolingual

ἀκροθώραξ (-ακος) και ἀκροθώρηξ, ο, η (Α)
αυτός που βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση μέθης, ο ελαφρά μεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -θώραξ < θωρήσσω «μεθώ»].