ακρόπηλος

Greek Monolingual

ἀκρόπηλος, -ον (Α)
αυτός του οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πηλός].