ἀκρόπηλος

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόπηλος Medium diacritics: ἀκρόπηλος Low diacritics: ακρόπηλος Capitals: ΑΚΡΟΠΗΛΟΣ
Transliteration A: akrópēlos Transliteration B: akropēlos Transliteration C: akropilos Beta Code: a)kro/phlos

English (LSJ)

ἀκρόπηλον, muddy on the surface, Plb.3.55.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ plu. barrizal διὰ τῶν ἀκροπήλων πορεύεσθαι Plb.3.55.2.

German (Pape)

[Seite 84] obenauf kothig, Polyb. 3, 55, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόπηλος: покрытый сверху грязью, болотистый Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόπηλος: -ον, πηλώδης κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Πολύβ. 3. 55. 2.

Greek Monolingual

ἀκρόπηλος, -ον (Α)
αυτός του οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πηλός].