ἀκρόπηλος
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
ἀκρόπηλον, muddy on the surface, Plb.3.55.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ plu. barrizal διὰ τῶν ἀκροπήλων πορεύεσθαι Plb.3.55.2.
German (Pape)
[Seite 84] obenauf kothig, Polyb. 3, 55, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόπηλος: покрытый сверху грязью, болотистый Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόπηλος: -ον, πηλώδης κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Πολύβ. 3. 55. 2.
Greek Monolingual
ἀκρόπηλος, -ον (Α)
αυτός του οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πηλός].