αλήθευμα

Greek Monolingual

το (Α ἀλήθευμα) ἀληθεύω
1. ο αληθινός, όχι πλαστός ή ψεύτικος λόγος, η αλήθεια
2. αυτό που υπάρχει πραγματικά, η πραγματικότητα.