ἀληθεύω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθεύω Medium diacritics: ἀληθεύω Low diacritics: αληθεύω Capitals: ΑΛΗΘΕΥΩ
Transliteration A: alētheúō Transliteration B: alētheuō Transliteration C: alitheyo Beta Code: a)lhqeu/w

English (LSJ)

fut.
A ἀληθεύσω X.Mem.1.1.5, al.:—speak truth, A.Th.562, Hp.Prog.15, Pl.R.589c; περί τι Id.Tht.202b: with neut. Adj., ἀληθεύω πάντα = speak truth in all things, Batr.14; πολλὰ ἀ. X.An.4.4.15; τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε he rightly foretold ., ib.5.6.18; ἀληθεύω τοὺς ἐπαίνους = prove their praises true, Luc.Ind.20; τοὔνομα 'make good', Them.Or.1.4c.
2 of things, be true, prove true, σημεῖα Hp.Prog.25:—Pass., to be fulfilled, of conditions, ἐπὶ τούτοις ἀληθευομένοις X.Cyr.4.6.10, freq. in Arist.:—Act. of reasoners, arrive at truth, Id.Metaph.1062a25:—Pass., ὁ λόγος ἀληθεύεται is in accordance with truth, Top. 132b4, al.; ἀληθεύεσθαι κατά τινος = be truly predicated of... ib.132a31, al.: fut. Med. in same sense, EN1100a35, al.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I c. suj. gener. de pers.
1 decir la verdad Pl.R.589c, Plb.11.10.4, 12.23.8, Aesop.163, 196.1, 3, 226.1, ἀληθεύειν ἀρεστὰ παρὰ θεῷ LXX Pr.21.3, τῷ κάμνοντι μὴ ἀληθεῦσαι τὸν ἰατρὸν que el médico no diga la verdad al enfermo Ph.1.141, περὶ αὐτό Pl.Tht.202c, Ptol.Iudic.15.11, cf. 16.15
c. ac. int. πάντα Batr.14, πολλά X.An.4.4.15, τοὺς ἐπαίνους Luc.Ind.20, τοὔνομα Them.Or.1.4c
acertar Hp.Prog.15, ὅτε τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε cuando acertó en relación con los diez días X.An.5.6.18.
2 en cont. lógicos estar en la verdad op. ψεύδομαιerrar’, ‘estar en el error’ ἀληθεύει μὲν ὁ τὸ διῃρημένον οἰόμενος διῃρῆσθαι ... ἔψευσται δὲ ὁ ἐναντίως ἔχων está en la verdad el que cree que lo que está dividido está dividido ... yerra, en cambio, el que cree lo contrario Arist.Metaph.1051b3, cf. 1051b15, ὁ λέγων ἄνθρωπον ἢ οὐκ ἄνθρωπον οὐθὲν μᾶλλον ἀληθεύσει no estará más en la verdad el que diga que «A es hombre» que el que diga que «A no es hombre» Arist.Metaph.1062a25.
3 c. ac. compl. dir. cumplir τὴν βουλὴν τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ ἀληθεύων cumpliendo los designios de sus mensajeros LXX Is.44.26, τὰς ὑποσχέσεις D.H.3.24
en v. med. cumplirse ἐπὶ τούτοις ... ἀληθευομένοις si se cumplen estas condiciones X.Cyr.4.6.10.
II c. suj. no de pers.
1 desvelar la verdad, poner en claro c. ac. int. χρόνος διέρπων πάντ' ἀληθεύειν φιλεῖ el tiempo al pasar suele desvelar la verdad en todas las cosas E.Fr.441.
2 ser verdadero, cumplirse σημεῖα Hp.Prog.25, ἀπὸ ψεύδους τί ἀληθεύσει; LXX Si.34.4, ἀληθεύει ... τὰ ῥήματα ταῦτα κατὰ τῶν ἀνθρώπων λεγόμενα Euagr.Pont.Schol.Ec.28.12, cf. 7, de Dios, Epiph.Const.Anc.56
esp. lóg. v. med. εἰ μηθὲν μᾶλλον ἡ φάσις ἢ ἡ ἀπόφασις ἀληθεύεται si no es más verdadera la afirmación que la negación Arist.Metaph.1062a24, κατὰ παντὸς ἀνθρώπου ἀληθεύεται Arist.Top.132b1, ἀληθεύεσθαι ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ Arist.Int.22b2.

French (Bailly abrégé)

ao. ἠλήθευσα, pf. ἠλήθευκα;
1 dire la vérité;
2 déclarer franchement, acc.;
3 affirmer, prouver la vérité de, acc.;
NT: professer la vérité.
Étymologie: ἀληθής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀληθεύω ἀληθής
1. act., van personen de waarheid spreken, waarachtig zijn; abs.; met περί + acc. over iets = met acc..; τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε wat betreft die ‘tien dagen’ sprak hij de waarheid Xen. An. 5.6.18; waarmaken, met acc.:; ὡς ἀληθεύοις τοὺς ἐπαίνους αὐτῶν opdat je hun lofprijzingen waarmaakt Luc. 31.20; van zaken waar zijn, kloppen.
2. pass. naar waarheid gezegd worden:. ἐπὶ τούτοις … ἀληθευομένοις op voorwaarde dat u dit naar waarheid heeft gezegd Xen. Cyr. 4.6.10; εἰ ὅτ’ ἔστιν εὐδαίμων, μὴ ἀληθεύσεται κατ’ αὐτοῦ τὸ ὑπάρχον als, op het moment dat iemand gelukkig is, dit feit niet naar waarheid van hem gezegd kan worden Aristot. EN 1100a35.

German (Pape)

wahrhaftig sein, die Wahrheit reden, Aesch. Spt. 544; Plat. Apol. 34b und öfter im Gegensatz von ψεύδομαι; Cratyl. 451b; c. acc., τοιαῦτα, ὅ, τι, Xen. An. 4.4.15, Mem. 2.6.36; auch ἀληθεύειν τοὺς ἐπαίνους Luc. adv. Ind. 20; περί τι Plat. Theaet. 202b.
Med. bei Xen. Cyr. 4.6.10, = act.
Sp., von Arist. an, wahr sein; das Wahre treffen, Plat. Rep. III.413a.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθεύω: (ᾰ) реже med.
1 быть правдивым, говорить правду (περί τι Plat.): πάντα ἀλήθευσον Batr. скажи всю правду; οἱ διεψευσμένοὶ καὶ ἀληθεύοντες Arst. и те, которые лгут, и те, которые говорят правду;
2 быть истинным, соответствовать действительности; ἀδύνατον τὴν ἀντίφασιν ἀληθεύεσθαι κατὰ τοῦ αὐτοῦ Arst. невозможно, чтобы противоречащие друг другу утверждения были истинны по отношению к одному и тому же;
3 верно предсказывать: τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε Κύρῳ Xen. он за десять дней предсказал (это) Киру;
4 придавать истинность, оправдывать, подтверждать (τοὺς ἐπαίνους τινός Luc.).

Middle Liddell

ἀληθής
I. to speak truth, Aesch., etc.; τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε he was right about the 10 days, Xen.; ἀλ. τοὺς ἐπαίνους to prove their praises true, Luc.
II. Pass. to come true, of predictions, Xen.

English (Strong)

from ἀληθής; to be true (in doctrine and profession): speak (tell) the truth.

English (Thayer)

in secular writings (Aeschylus), Xenophon, Plato, Aristotle, others) to speak the truth;
a. to teach the truth: τίνι R. V. marginal reading in both passages, to deal truly.)

Greek Monolingual

ἀληθεύω)
(για πράγματα, καταστάσεις ή γεγονότα) είμαι ή αποδεικνύομαι αληθινός, επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι
νεοελλ.
(απροσώπως) αληθεύει
είναι αληθές, είναι πραγματικό
αρχ.
1. μιλώ, λέω την αλήθεια
2. προλέγω σωστά
3. αποδεικνύω κάτι αληθινό, επαληθεύω
4. καταλήγω στην αλήθεια
5. μέσ. α) εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι
β) είμαι σύμφωνος με την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής.
ΠΑΡ. αλήθευμα. αλήθευση
αρχ.
ἀληθευτής
νεοελλ.
αλήθεμα.
ΣΥΝΘ. επαληθεύω
αρχ.
ἀπαληθεύω, συναληθεύω.

Greek Monotonic

ἀληθεύω: μέλ. -σω (ἀληθής),
I. λέω την αλήθεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε, σωστά προείπε για τις δέκα μέρες, σε Ξεν.· ἀλ.τοὺς ἐπαίνους, αποδεικνύω τους επαίνους αληθινούς, σε Λουκ.
II. Παθ., επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, λέγεται για προφητείες, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθεύω: μέλλ. -εύσω, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 5, καὶ ἀλλ.: εἶμαι ἀληθής, ὁμιλῶ τὴν ἀλήθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 562, Ἱππ. Προγν. 42, Πλάτ. Πολ. 589C· περί τι, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Β· καὶ μετὰ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἀλ. πάντα, ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν ἐν πᾶσι, Βατρ. 14· πολλὰ ἀλ., Ξεν. Ἀν. 4. 4, 15· οὕτω καί, τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε, ὀρθῶς προεῖπεν…, αὐτόθι 5. 6, 18· ἀλ. τοὺς ἐπαίνους, ἀποδεῖξαι τοὺς ἐπαίνους ἀληθεῖς, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 20. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἢ ἀποδείκνυμαι ἀληθής, σημεῖα, Ἱππ. Προγν. 46: ― Ὁ Ἀριστ. συχνάκις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κατ’ ἐνεργητ. ἐπὶ τῶν φιλοσοφούντων: καταλήγω εἰς τὴν ἀλήθειαν, Μεταφ. 3. 5, 2, καὶ ἀλλ., ἐν τῷ παθητ. περὶ ζητημάτων, εἶμαι σύμφωνος πρὸς τὴν ἀλήθειαν, Τοπ. 5. 4, 2, κἑξ., καὶ ἀλλ.: ― μέσ. μέλλ. μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἠθ. Ν. 1. 10, 7, καὶ ἀλλ.: ― ἀληθεύεσθαι κατά τινος, ἀληθῶς προλέγεσθαι περί..., ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 6, 10. ― Μέσ. ἐπὶ ἐνεργητ. ἐννοίας, ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 10. (ἐκτὸς ἂν μετὰ τοῦ Schneid. ἀναγνώσωμεν ἐπὶ τούτοις ἀληθευομένοις, ἐπὶ τῇ ἐκπληρώσει τῶν ὅρων τούτων).

Chinese

原文音譯:¢lhqeÚw 阿-累跳哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(成為)不-忘記的
字義溯源:說真理,說真實;源自 (ἀληθής)=真實的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(λανθάνω)*=隱藏)組成
同源字:1) (ἀλήθεια)真理 2) (ἀληθεύω)說真理 3) (ἀληθής)真實的 4) (ἀληθινός)真誠的 5) (ἀλήθω)磨碎 6) (ἀληθῶς)真實地
出現次數:總共(2);加(1);弗(1)
譯字彙編
1) 我⋯說真理(1) 加4:16;
2) 說真理(1) 弗4:15

Léxico de magia

tr. sent. dud. establecer en la verdad ἐγὼ εἰμι ... ὁ τὰ ἄστρα κρύβων, ... ὁ τὸν κόσμον ἀληθεύων yo soy el que oculta las estrellas, el que establece al cosmos en la verdad SM 48K 42