αλήθευση

Greek Monolingual

η (Α ἀλήθευσις) ἀληθεύω
νεοελλ.
μελέτη, εξακρίβωση, διαπίστωση της αλήθειας, επαλήθευση
ΙΙ αρχ. αλήθεια.