επαλήθευση
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
η (Α ἐπαλήθευσις) επαληθεύω
1. εξακρίβωση έπειτα από έλεγχο, απόδειξη ή επικύρωση της ορθότητας («επαλήθευση τών μαθηματικών πράξεων»)
2. πραγματοποίηση αυτού που σκέφθηκε ή φαντάστηκε κάποιος («επαλήθευση τών φόβων, της προφητείας, του ονείρου» κ.λπ.).