εξακρίβωση
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
Greek Monolingual
η (AM ἐξακρίβωσις) εξακριβώ
νεοελλ.
διαπίστωση, επαλήθευση, βεβαίωση («εξακρίβωση της ειδήσεως»)
μσν.
ακριβής έκθεση
αρχ.
αυστηρή τήρηση («ἐξακρίβωσις τοῦ νόμου», Ιώσ.).