Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αλευριτέλαιο
Greek Monolingual
το Χημ. ανοικτοκίτρινο ξηραινόμενο έλαιο, με χαρακτηριστική οσμή, που λαμβάνεται από τα σπέρματα τών φυτών του γένους Αλευρίτης. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <αλευρίτης+έλαιον].