ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος)πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + ἀετός, αἰετόςη λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus].