αλκοόλη

Greek Monolingual

η Χημ.
1. ονομασία οξυγονωμένων οργανικών ενώσεων γενικού τύπου ROH, όπου R είναι υδρογονανθρακική άλυσος ή δακτύλιος
2. κοινή ονομασία της αιθυλικής αλκοόλης ή αιθανόλης ή οινοπνεύματος.