άλυσος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η και ο και άλυσο, η
η αλυσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεγεθ. της λ. άλυση, πρβλ. κεφαλή-κέφαλος, περιστέρι-περίστερος].