αλλοκοτιά
Greek Monolingual
η (Α ἀλλοκοτία) ἀλλόκοτος
παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία
νεοελλ.
1. παραδοξολογία
2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα.
η (Α ἀλλοκοτία) ἀλλόκοτος
παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία
νεοελλ.
1. παραδοξολογία
2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα.