ἀλλοκοτία
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
English (LSJ)
ἡ, absurdity, Simp.in Ph.1142.31, in Epict.p.72 D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cosa absurda, el absurdo ἡ τῶν λόγων τούτων ἐστὶν ἀλλοκοτία Simp.in Ph.1142.31, ἡ περὶ τοῦτο ἀλλοκοτία de la astrología, Simp.in Epict.p.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοκοτία: ἡ, «ἀλλοκοτιά», Μ. Ἀκομ. τόμ. Α΄, σ. 37, 16. 162., 22. 232, 7, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
η (Α ἀλλοκοτία) ἀλλόκοτος
παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία
νεοελλ.
1. παραδοξολογία
2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα.
Translations
absurdity
Armenian: անհեթեթություն; Bulgarian: абсурд; Catalan: absurditat, absurd; Danish: absurditet; Esperanto: absurdaĵo; Finnish: mielettömyys; German: Absurdität; Greek: παραλογισμός, γελοιότητα; Ancient Greek: ἀλλοκοτία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπέμφασις, ἀποκλήρωσις, ἀτόπημα, ἀτοπία, γελοιότης, παραλήρημα; Hungarian: abszurdum, képtelenség, abszurditás; Italian: assurdità; Macedonian: апсурд; Norwegian Bokmål: absurdisme, absurditet; Polish: absurd, bezsens; Portuguese: absurdo, absurdidade; Romanian: absurd, absurditate; Russian: абсурд; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀псурд; Roman: àpsurd; Spanish: absurdo, absurdidad; Yiddish: אַבסורד