αλλούθε

Greek Monolingual

επίρρ.
1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο
2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος
3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλού + επιρρ. κατάλ. -θε (< αρχ. -θεν)].