επίρρ.1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλού + επιρρ. κατάλ. -θε (< αρχ. -θεν)].