αλλόθρους

Greek Monolingual

ἀλλόθρους, -ουν και -οος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος
2. αλλότριος, ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + θροῦς].