αλογολάτης

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που οδηγεί τα άλογα στη βοσκή, βοσκός αλόγων
2. φύλακας αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + παραγ. κατάλ. -λάτης (< αρχ. ελά-της < ελαύνω), που σημαίνει τον πορευόμενο, πρβλ. και τους τ. ζευγο-λάτης, πρωτο-λάτης, κ.λπ.].