αλωνάκι

Greek Monolingual

το αλώνι
1. μικρό αλώνι
2. μικρός επίπεδος χώρος σε κατηφοριά ή στο μέσον μιας σκάλας
3. (Λαογρ.) ονομασία διαφόρων ομαδικών παιχνιδιών.