ἁλωνεύομαι (AM) (Ν και αλωνεύω)εργάζομαι στο αλώνινεοελλ.αλωνίζω, περιστρέφομαι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. παράγεται από θ. ἁλω-ν-επυξημένη μορφή της ρίζας που απαντά και στο ουσ. ἅλως, ο].