αλωνεύω

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ἁλωνεύω
βλ. αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἁλωνεύομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνειά, αλώνεμα, αλωνευτής].