αλωνεύω

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἁλωνεύω
βλ. αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἁλωνεύομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνειά, αλώνεμα, αλωνευτής].