αλωνιάτικο

Greek Monolingual

το (συνήθως στον πληθυντικό) τα αλωνιάτικα αλωνιάτης
η δαπάνη για το αλώνισμα, η αμοιβή του αλωνιστή σε χρήμα, ή, συνηθέστερα, σε είδος.