αμάν

Greek Monolingual

επιφών.
εκφράζει: 1. θερμή ικεσία
2. θαυμασμό και έκπληξη
3. αγανάκτηση
4. λύπη, πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. < τουρκ. επιφών. aman].