αγανάκτηση
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
Greek Monolingual
αγανάκτηση και αγανάχτηση, η (Α ἀγανάκτησις) ἀγανακτῶ
δυσανασχέτηση, δυσφορία, θυμός, οργή
αρχ.
πόνος, φυσικός ερεθισμός.
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
αγανάκτηση και αγανάχτηση, η (Α ἀγανάκτησις) ἀγανακτῶ
δυσανασχέτηση, δυσφορία, θυμός, οργή
αρχ.
πόνος, φυσικός ερεθισμός.