αμάχη

Greek Monolingual

η
1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια
2. το αμάχι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση του αντιθέτου αγάπη.
ΠΑΡ. αμαχεύω].