αμαθύνω

Greek Monolingual

ἀμαθύνω (Α) ἄμαθος (ΙΙ)]
1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω
2. (για πρόσωπα) εξοντώνω,
3. επικαλύπτω, σκεπάζω.