Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αμαξιά
Greek Monolingual
η 1.φορτίο που χωράει ή μεταφέρεται σε μία μόνο άμαξα 2.διαδρομή φορτηγού αμαξιού από τον τόπο φόρτωσης μέχρι τον τόπο εκφόρτωσης. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<αμάξι+ παραγ. κατάλ. –ιά].