αμαξόποδες

Greek Monolingual

οι
υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + πόδες, πληθ. του ουσ. πους, ποδός].