ἀμβρόσιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον (Α)
1. (σπαν. για πρόσωπα) οτιδήποτε αναφέρεται ή ανήκει στους θεούς, θείος, θεϊκός, αθάνατος, άφθαρτος
2. (για πράγματα) έξοχος, εξαίρετος, θαυμαστός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμβρότ-ιος, επαυξημένος τ. του επιθ. ἄμβροτος.
ΠΑΡ. ἀμβροσία.