ἀμετρόφωνος, -ον (Α)1. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με μέτρο τη φωνή του2. άμετρος στη γλώσσα, πολυλογάς, φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμετρος + -φωνος < φωνή.