Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αμμουδερός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. (για έδαφος) αμμώδης 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό το αμμοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδαείτε από το θ. του πληθ. (άμουδες) της λ. άμμος με κατάλ. -ερός].