Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμμούδα

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η (Μ ἀμμούδα)
αμμουδερός τόπος, αμμουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεγεθυντικό του ουσ. ἀμμούδι που απαντά μόνο ως τοπωνύμιο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμμοδούρα, αμμουδιά].