αμπελουργικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) ἀμπελουργός
1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική
η τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η αμπελουργία.