αμυνάθω
Greek Monolingual
ἀμυνάθω (Α)
Ι. ενεργ. υπερασπίζω, βοηθώ
ΙΙ. μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω επίθεση
2. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἀμύνω. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται είναι προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. ἠμύναθον (υποτακτική ἀμυνάθω)].